- κληρωτικόν
- κληρωτικόςofmasc acc sgκληρωτικόςofneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κληρωτικός — κληρωτικός, ή, όν (AM) [κληρώ] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε κλήρωση ή αυτός που χρησιμεύει για κλήρωση 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ κληρωτικόν (ενν. ἀγγεῑον) η κληρωτίδα. επίρρ... κληρωτικῶς (Μ) με κληρωτικό τρόπο, με κλήρωση … Dictionary of Greek